- τραχείας
- τρᾱχείᾱς , τραχύςjaggedfem acc plτρᾱχείᾱς , τραχύςjaggedfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
Epidavros — Gemeinde Epidavros (Δήμος Επιδαύρου) … Deutsch Wikipedia
Капетанакис, Димитриос — Димитриос Капетанакис греч. Δημήτριος Καπετανάκης Род деятельности: поэт, критик, переводчик, философ Дата рождения … Википедия
OLMIA — melius HOLMIA, nrbs Ciliciae Trachiae, postea Seleucia dicta. Plin. l. 5. c. 27. Seleucia supra amnem Calycadmum Trachiotis cognomine, a mari relata, ubi vocabatur Holmia, Ὅλμους et Ὅλμην alii vocârunt. Steph. Ὅλμοι πόλις τραχείας Κιλικίας, ὅπου… … Hofmann J. Lexicon universale
SYEDRA — urbs Isauriae, Steph. Sydre Straboni, l. 14. Pamphyliae adscribet Eustathius. Potius urbs Ciliciae Trachaeae, Steph. Κιλικίας τραχείας, Κορακήσιον, Σύεδρα. Straboni Συδρὴ, l. 14. Eius meminit Florus de Pompeio, l. 4. c. 2. pulsus Syedris, desertô … Hofmann J. Lexicon universale
Σόλοι — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κύπρου, αποικία των Αθηναίων, που είχε χτιστεί από τον εγγονό του Eρεχθέα, τον Αθηναίο Φάληρο. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Αιπεία, και την είχε χτίσει ο γιος του Θησέα Δημοφών πάνω σ’ ένα απότομο ύψωμα, γι’αυτό κι… … Dictionary of Greek
αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… … Dictionary of Greek
βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… … Dictionary of Greek
βρογχοσκόπιο — το ποικιλία ενδοσκοπίου που χρησιμοποιείται για την έρευνα της τραχείας ή των βρόγχων … Dictionary of Greek
βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… … Dictionary of Greek